- ψευτοφυλλάδα
- η1) лживый листок (чаще о газете или журнале); 2) перен. лжец, обманщик;
σού είναι μιά ψευτοφυλλάδα! — он такой лжец!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σού είναι μιά ψευτοφυλλάδα! — он такой лжец!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψευτοφυλλάδα — η 1. φυλλάδα (εφημερίδα, έντυπο) γεμάτη ψευδολογίες ή με περιεχόμενο ανάξιο λόγου. 2. ψευδολόγος: Σου είναι μια ψευτοφυλλάδα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευτοφυλλάδα — η, Ν 1. έντυπο, ιδίως εφημερίδα ή περιοδικό, που δημοσιεύει ψευδείς ειδήσεις ή ανακρίβειες 2. μτφ. άνθρωπος που λέει συνεχώς ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + φυλλάδα] … Dictionary of Greek